- νταμουζλούκι
- το производитель, самец [ν]ταμπής ο тот, кто варит кофе в кафетерии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταμουζλούκι — και νταμαζλούκι, το αρσενικό ζώο χρησιμοποιούμενο αποκλειστικά για αναπαραγωγή, οχευτής, βατευτής, επιβήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damizlik] … Dictionary of Greek